μωραίνω

μωραίνω
(ΑΜ μωραίνω)
1. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι, μιλώ ή ενεργώ ως ανόητος, μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, ανοηταίνω
2. (μτβ.) καθιστώ ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ)
(μσν. -αρχ.) (το παθ.) μωραίνομαι
αποδεικνύομαι μωρός, καθίσταμαι ανόητος, μένω άφωνος, με το στόμα ανοιχτό
αρχ.
1. διαπράττω ανοησίες, ενεργώ μωρές, τρελές πράξεις («πεῑραν τήνδ' ἐμώρανεν» — ενήργησε ανόητη, τρελή απόπειρα, Αισχύλ.)
2. παριστάνω, υποκρίνομαι τον ανόητο
3. (ευφημιστικά) (για γυναίκα) μοιχεύομαι, πορνεύομαι
4. (μτφ. για το αλάτι) χάνω την ιδιότητά μου, γίνομαι άνοστος, ανούσιος («ἐάν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρός + κατάλ. -αίνω (πρβλ. γλυκ-αίνω, υγρ-αίνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μωραίνω — to be silly pres subj act 1st sg μωραίνω to be silly pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραίνω — μωραίνω, μώρανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μωραίνω — μώρανα, μωράθηκα, μωραμένος 1. κάνω κάποιον μωρό, ανόητο, αποβλακώνω: Τον μώρανε η γέννηση του γιου του. 2. το μέσ., μωραίνομαι γίνομαι μωρός, ανόητος, ξεμυαλίζομαι: Μωράθηκε από τον έρωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μωραίνετε — μωραίνω to be silly pres imperat act 2nd pl μωραίνω to be silly pres ind act 2nd pl μωραίνω to be silly imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραινόντων — μωραίνω to be silly pres part act masc/neut gen pl μωραίνω to be silly pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρανεῖ — μωραίνω to be silly fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) μωραίνω to be silly fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραίνει — μωραίνω to be silly pres ind mp 2nd sg μωραίνω to be silly pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραίνομεν — μωραίνω to be silly pres ind act 1st pl μωραίνω to be silly imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραίνοντα — μωραίνω to be silly pres part act neut nom/voc/acc pl μωραίνω to be silly pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραίνοντι — μωραίνω to be silly pres part act masc/neut dat sg μωραίνω to be silly pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”